Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [karˈnale] 1 αισθησιακός 2 σεξουαλικός 3 σαρκικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαviolenza [θηλ.] carnale = ο βιασμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |