Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carnàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [karˈnale]

1 αισθησιακός
2 σεξουαλικός
3 σαρκικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carnaio carnalità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


violenza [θηλ.] carnale = ο βιασμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carminativo (επίθ.)
carminio (ουσ αρσ )
carminio (επίθ.)
carnagione (θηλ.ουσ)
carnaio (ουσ αρσ )
carnale (επίθ.)
carnalità (θηλ.ουσ)
carname (ουσ αρσ )
carnascialesco (επίθ.)
carnauba (θηλ.ουσ)
carne (θηλ.ουσ)
carneade (ουσ αρσ )
carnefice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carneficina (θηλ.ουσ)
carneo (επίθ.)
carnet (ουσ αρσ )
carnevalata (θηλ.ουσ)
carnevale (ουσ αρσ )
carnevalesco (επίθ.)
carniccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---