Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnevalàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karnevaˈlata] 1 χοντρά αστεία 2 φάρσα 3 καρναβάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |