Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnèade
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈnɛade] 1 άγνωστος αντίπαλος 2 πολιτικός άγνωστος 3 άγνωστο πρόσωπο 4 αουτσάιντερ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |