Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carnìvoro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈnivoro]

σαρκοφάγο

carnìvoro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [karˈnivoro]

σαρκοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carnivori carnosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carnevalesco (επίθ.)
carniccio (ουσ αρσ )
carnicino (αρσ. επίθ και ουσ)
carniere (ουσ αρσ )
carnivori (ουσ αρσ πληθ.)
carnivoro (ουσ αρσ )
carnivoro (επίθ.)
carnosità (θηλ.ουσ)
carnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
caro (ουσ αρσ )
caro (επίθ.)
caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---