Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carosèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karoˈzɛllo]

1 δίνη
2 αλογάκια λούνα-παρκ
3 στροβιλισμός
4 ιπποδρόμιο
5 στρόβιλος
6 ανεμοστρόβιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caropane carota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)
carovaniera (θηλ.ουσ)
carovaniere (ουσ αρσ )
carovaniero (επίθ.)
caroviveri (ουσ αρσ )
carpa (θηλ.ουσ)
carpale (επίθ.)
carpello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---