Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caròla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrɔla]

1 ποίημα 15 δεκασύλλαβων γραμμών
2 παλιός χορός με τραγούδι
3 τραγουδάκι με ρεφρέν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carognata caropane  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caro (ουσ αρσ )
caro (επίθ.)
caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)
carovaniera (θηλ.ουσ)
carovaniere (ουσ αρσ )
carovaniero (επίθ.)
caroviveri (ουσ αρσ )
carpa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---