Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarógna, carògna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈroɲɲa], [kaˈrɔɲɲa] το ψοφίμι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |