Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carógna, carògna
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈroɲɲa], [kaˈrɔɲɲa]

το ψοφίμι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caro carognata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carnosità (θηλ.ουσ)
carnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
caro (ουσ αρσ )
caro (επίθ.)
caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)
carovaniera (θηλ.ουσ)
carovaniere (ουσ αρσ )
carovaniero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---