Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaro]

1 υψηλό κόστος
2 ακριβή τιμή

càro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaro]

1 (amato) αγαπητός (-ή, -ό), αγαπημένος (-η, -ο)
2 (costoso) ακριβός (-ή, -ό)

càro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaro]

ακριβά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carnoso carogna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cari saluti [αρσ. πλυθ.] = οι θερμοί χαιρετισμοί [m.] || mio caro! = μάτια μου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carnivori (ουσ αρσ πληθ.)
carnivoro (ουσ αρσ )
carnivoro (επίθ.)
carnosità (θηλ.ουσ)
carnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
caro (ουσ αρσ )
caro (επίθ.)
caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---