Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carotène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karoˈtɛne]

καροτένιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carotare carotide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)
carovaniera (θηλ.ουσ)
carovaniere (ουσ αρσ )
carovaniero (επίθ.)
caroviveri (ουσ αρσ )
carpa (θηλ.ουσ)
carpale (επίθ.)
carpello (ουσ αρσ )
carpenteria (θηλ.ουσ)
carpentiere (ουσ αρσ )
carpetta (θηλ.ουσ)
carpine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---