Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carovìveri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,karoˈviveri]

1 επίδομα κόστους ζωής
2 υψηλό κόστος ζωής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carovaniero carpa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carotideo (επίθ.)
carovana (θηλ.ουσ)
carovaniera (θηλ.ουσ)
carovaniere (ουσ αρσ )
carovaniero (επίθ.)
caroviveri (ουσ αρσ )
carpa (θηλ.ουσ)
carpale (επίθ.)
carpello (ουσ αρσ )
carpenteria (θηλ.ουσ)
carpentiere (ουσ αρσ )
carpetta (θηλ.ουσ)
carpine (ουσ αρσ )
carpio (ουσ αρσ )
carpionare (ρ. μτβ.)
carpire (ρ. μτβ.)
carpo (ουσ αρσ )
carpologia (θηλ.ουσ)
carponi (επίρ.)
carrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---