Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarovìveri
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,karoˈviveri] 1 επίδομα κόστους ζωής 2 υψηλό κόστος ζωής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |