Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarpentière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karpenˈtjɛre] 1 μαραγκός πλοίων 2 καραβομαραγκός 3 ξυλουργός 4 μαραγκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |