Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarpétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karˈpetta] 1 φυλλάδιο 2 φάκελος εγγράφων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |