Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarraréccia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karraˈretʧa] 1 ίχνος ρόδας 2 αυλάκι από ρόδες 3 καρόδρομος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |