Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarrétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karˈretta] 1 σαράβαλο 2 ερειπωμένος σκελετός αεροσκάφους 3 ερειπωμένος σκελετός αυτοκινήτου 4 καρότσα 5 κάρο 6 πλοίο φορτηγό όχι γραμμής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |