Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carrettìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karretˈtino]

1 χειράμαξα
2 χειραμάξιο
3 χειραμάξι
4 αμάξι παιχνίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carrettiere carretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carrellista (ουσ αρσ και θηλ.)
carrello (ουσ αρσ )
carretta (θηλ.ουσ)
carrettata (θηλ.ουσ)
carrettiere (ουσ αρσ )
carrettino (ουσ αρσ )
carretto (ουσ αρσ )
carrettone (ουσ αρσ )
carriaggio (ουσ αρσ )
carriera (θηλ.ουσ)
carrierismo (ουσ αρσ )
carrierista (ουσ αρσ και θηλ.)
carriola (θηλ.ουσ)
carriolante (ουσ αρσ )
carrista (ουσ αρσ και θηλ.)
carro (ουσ αρσ )
carroponte (ουσ αρσ )
carrozza (θηλ.ουσ)
carrozzabile (επίθ.)
carrozzaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---