Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarrellàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karrelˈlata] τράβηγμα με κάμερα κινούμενη σε ράγες ή σε ρόδες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |