Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarriàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karriˈadʤo] 1 τρένο αποσκευών 2 βαγόνι αποσκευών 3 βαγόνι 4 σκευοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |