carrozzerìa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [karrottseˈria]
1 εργασία επισκευής καρότσας
2 φαναρτζίδικο
3 επισκευή σώματος αυτοκινήτου
4 τρόπος σχεδίασης αμαξωμάτων στη μόδα
5 φαναρτζίδικο (αυτοκινήτων)
6 καροσερί
7 αμάξωμα
8 σώμα (καρότσα) αυτοκινήτου
9 καρότσα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [karrottseˈria]
1 εργασία επισκευής καρότσας
2 φαναρτζίδικο
3 επισκευή σώματος αυτοκινήτου
4 τρόπος σχεδίασης αμαξωμάτων στη μόδα
5 φαναρτζίδικο (αυτοκινήτων)
6 καροσερί
7 αμάξωμα
8 σώμα (καρότσα) αυτοκινήτου
9 καρότσα
permalink
carrozzeria (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android