Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarrozzàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karrotˈtsajo] 1 κατασκευαστής βαγονιών 2 κατασκευαστής κάρων ή αμαξιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |