Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carrùcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karˈrukola]

1 σύσπαστο
2 τροχαλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carrubo carrucolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carrozzina (θηλ.ουσ)
carrozzino (ουσ αρσ )
carrozzone (ουσ αρσ )
carruba (ουσ αρσ και θηλ.)
carrubo (ουσ αρσ )
carrucola (θηλ.ουσ)
carrucolare (ρ. μτβ.)
carsico (επίθ.)
carsismo (ουσ αρσ )
carta (θηλ.ουσ)
cartacarbone (θηλ.ουσ)
cartaccia (θηλ.ουσ)
cartaceo (επίθ.)
cartaio (ουσ αρσ )
cartamo (ουσ αρσ )
cartamodello (ουσ αρσ )
cartamoneta (θηλ.ουσ)
cartapecora (θηλ.ουσ)
cartapesta (θηλ.ουσ)
cartario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---