Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarrozzìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karrotˈtsino] 1 καρότσα μοτοσικλέτας 2 καλάθι μοτοσικλέτας 3 ελαφρό αμάξι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |