Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carrùbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈrubo]

χαρουπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carruba carrucola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carrozziere (ουσ αρσ )
carrozzina (θηλ.ουσ)
carrozzino (ουσ αρσ )
carrozzone (ουσ αρσ )
carruba (ουσ αρσ και θηλ.)
carrubo (ουσ αρσ )
carrucola (θηλ.ουσ)
carrucolare (ρ. μτβ.)
carsico (επίθ.)
carsismo (ουσ αρσ )
carta (θηλ.ουσ)
cartacarbone (θηλ.ουσ)
cartaccia (θηλ.ουσ)
cartaceo (επίθ.)
cartaio (ουσ αρσ )
cartamo (ουσ αρσ )
cartamodello (ουσ αρσ )
cartamoneta (θηλ.ουσ)
cartapecora (θηλ.ουσ)
cartapesta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---