Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carròzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karˈrɔttsa]

1 (con cavalli) η αμάξα, το αμάξι, το καροτσίνι
2 (di treno) το βαγόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carroponte carrozzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carriola (θηλ.ουσ)
carriolante (ουσ αρσ )
carrista (ουσ αρσ και θηλ.)
carro (ουσ αρσ )
carroponte (ουσ αρσ )
carrozza (θηλ.ουσ)
carrozzabile (επίθ.)
carrozzaio (ουσ αρσ )
carrozzare (ρ. μτβ.)
carrozzella (θηλ.ουσ)
carrozzeria (θηλ.ουσ)
carrozziere (ουσ αρσ )
carrozzina (θηλ.ουσ)
carrozzino (ουσ αρσ )
carrozzone (ουσ αρσ )
carruba (ουσ αρσ και θηλ.)
carrubo (ουσ αρσ )
carrucola (θηλ.ουσ)
carrucolare (ρ. μτβ.)
carsico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---