Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkarro]

το κάρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carrista carroponte  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carro [αρσ.] armato = το τανκ, το τεθωρακισμένο || carro [αρσ.] attrezzi = ο γερανός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carrierismo (ουσ αρσ )
carrierista (ουσ αρσ και θηλ.)
carriola (θηλ.ουσ)
carriolante (ουσ αρσ )
carrista (ουσ αρσ και θηλ.)
carro (ουσ αρσ )
carroponte (ουσ αρσ )
carrozza (θηλ.ουσ)
carrozzabile (επίθ.)
carrozzaio (ουσ αρσ )
carrozzare (ρ. μτβ.)
carrozzella (θηλ.ουσ)
carrozzeria (θηλ.ουσ)
carrozziere (ουσ αρσ )
carrozzina (θηλ.ουσ)
carrozzino (ουσ αρσ )
carrozzone (ουσ αρσ )
carruba (ουσ αρσ και θηλ.)
carrubo (ουσ αρσ )
carrucola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---