ItalianoGreco


càrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkarro]

το κάρο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carro [αρσ.] armato = το τανκ, το τεθωρακισμένο || carro [αρσ.] attrezzi = ο γερανός



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---