Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarovanière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karovaˈnjɛre] 1 οδηγός καραβανιού 2 ταξιδευτής καραβανιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |