Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carnóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈnoso], [karˈnozo]

1 ευτραφής
2 ψαχνός
3 σαρκώδης
4 στρογγυλός και παχουλός
5 σαρκερός
6 κρεατερός
7 σωματώδης
8 κρεατωμένος
9 παχύσαρκος
10 εύσαρκος
11 που έχει ψαχνά
12 παχύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carnosità caro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carniere (ουσ αρσ )
carnivori (ουσ αρσ πληθ.)
carnivoro (ουσ αρσ )
carnivoro (επίθ.)
carnosità (θηλ.ουσ)
carnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
caro (ουσ αρσ )
caro (επίθ.)
caro (επίρ.)
carogna (θηλ.ουσ)
carognata (θηλ.ουσ)
carola (θηλ.ουσ)
caropane (ουσ αρσ )
carosello (ουσ αρσ )
carota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carotaggio (ουσ αρσ )
carotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carotene (ουσ αρσ )
carotide (θηλ.ουσ)
carotideo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---