ItalianoGreco


carnóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈnoso], [karˈnozo]

1 ευτραφής
2 ψαχνός
3 σαρκώδης
4 στρογγυλός και παχουλός
5 σαρκερός
6 κρεατερός
7 σωματώδης
8 κρεατωμένος
9 παχύσαρκος
10 εύσαρκος
11 που έχει ψαχνά
12 παχύς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---