Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karnosiˈta] 1 ευσαρκία 2 πολυσαρκία 3 παχυσαρκία 4 σαρκώδης υπερβολική ανάπτυξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |