Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carnéfice  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈnefiʧe]

1 μπόγιας
2 εκτελεστής
3 δήμιος
4 βασανιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carneade carneficina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carname (ουσ αρσ )
carnascialesco (επίθ.)
carnauba (θηλ.ουσ)
carne (θηλ.ουσ)
carneade (ουσ αρσ )
carnefice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carneficina (θηλ.ουσ)
carneo (επίθ.)
carnet (ουσ αρσ )
carnevalata (θηλ.ουσ)
carnevale (ουσ αρσ )
carnevalesco (επίθ.)
carniccio (ουσ αρσ )
carnicino (αρσ. επίθ και ουσ)
carniere (ουσ αρσ )
carnivori (ουσ αρσ πληθ.)
carnivoro (ουσ αρσ )
carnivoro (επίθ.)
carnosità (θηλ.ουσ)
carnoso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---