Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈname] 1 πτώμα σφαγμένο 2 θνησιμαίο 3 σωρός πτωμάτων 4 σφαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |