Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarnàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈnajo] 1 σφαγείο 2 συντριβή 3 σωρός από σάρκες 4 χάος 5 οστεοφυλάκιο 6 μακελειό 7 κυκεώνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |