Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carmelitàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [karmeliˈtano]

Καρμελίτης (καλόγερος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carmelitana carminativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caritatevolmente (επίρ.)
carlina (θηλ.ουσ)
carlinga (θηλ.ουσ)
carme (ουσ αρσ )
carmelitana (θηλ.ουσ)
carmelitano (αρσ. επίθ και ουσ)
carminativo (επίθ.)
carminio (ουσ αρσ )
carminio (επίθ.)
carnagione (θηλ.ουσ)
carnaio (ουσ αρσ )
carnale (επίθ.)
carnalità (θηλ.ουσ)
carname (ουσ αρσ )
carnascialesco (επίθ.)
carnauba (θηλ.ουσ)
carne (θηλ.ουσ)
carneade (ουσ αρσ )
carnefice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carneficina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---