Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarneficìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karnefiˈʧina] 1 σφαγή 2 κατακρεούργηση 3 ανθρωποσφαγή 4 σφάξιμο 5 σφαγιασμός 6 αιματοκύλισμα 7 μακελειό 8 αιματοχυσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |