ItalianoGreco


càrne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkarne]

1 (del corpo) η σαρκά
2 (cibo) το κρέας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carne [θηλ.] di maiale = το χοιρινό κρέας || carne [θηλ.] di manzo = το βοδινό κρέας || carne [θηλ.] macinata = ο κιμάς || carne [θηλ.] tritata = ο κιμάς || in carne e ossa = με σάρκα και οστά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---