Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarmìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈminjo] 1 πορφύρα 2 βαθύ κόκκινο χρώμα carmìnio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [karˈminjo] 1 βαθυκόκκινος 2 πορφυρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |