Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carmìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈminjo]

1 πορφύρα
2 βαθύ κόκκινο χρώμα

carmìnio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [karˈminjo]

1 βαθυκόκκινος
2 πορφυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carminativo carnagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carlinga (θηλ.ουσ)
carme (ουσ αρσ )
carmelitana (θηλ.ουσ)
carmelitano (αρσ. επίθ και ουσ)
carminativo (επίθ.)
carminio (ουσ αρσ )
carminio (επίθ.)
carnagione (θηλ.ουσ)
carnaio (ουσ αρσ )
carnale (επίθ.)
carnalità (θηλ.ουσ)
carname (ουσ αρσ )
carnascialesco (επίθ.)
carnauba (θηλ.ουσ)
carne (θηλ.ουσ)
carneade (ουσ αρσ )
carnefice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carneficina (θηλ.ουσ)
carneo (επίθ.)
carnet (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---