ItalianoGreco


carlìnga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karˈlinga]

1 σκελετός αεροσκάφους
2 κάλυμμα κινητήρα αεροσκάφους
3 θάλαμος αεροσκάφους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---