Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carìssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrissimo]

1 φίλτατος
2 λατρευτός
3 πολυαγαπημένος
4 αγαπημένος
5 προσφιλής
6 πολύ ευχάριστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carismatico carità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cariocinetico (επίθ.)
carioplasma (ουσ αρσ )
cariosside (θηλ.ουσ)
carisma (ουσ αρσ )
carismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
carissimo (επίθ.)
carità (θηλ.ουσ)
caritatevole (επίθ.)
caritatevolmente (επίρ.)
carlina (θηλ.ουσ)
carlinga (θηλ.ουσ)
carme (ουσ αρσ )
carmelitana (θηλ.ουσ)
carmelitano (αρσ. επίθ και ουσ)
carminativo (επίθ.)
carminio (ουσ αρσ )
carminio (επίθ.)
carnagione (θηλ.ουσ)
carnaio (ουσ αρσ )
carnale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---