Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kariˈta]

η ελεημοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carissimo caritatevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carioplasma (ουσ αρσ )
cariosside (θηλ.ουσ)
carisma (ουσ αρσ )
carismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
carissimo (επίθ.)
carità (θηλ.ουσ)
caritatevole (επίθ.)
caritatevolmente (επίρ.)
carlina (θηλ.ουσ)
carlinga (θηλ.ουσ)
carme (ουσ αρσ )
carmelitana (θηλ.ουσ)
carmelitano (αρσ. επίθ και ουσ)
carminativo (επίθ.)
carminio (ουσ αρσ )
carminio (επίθ.)
carnagione (θηλ.ουσ)
carnaio (ουσ αρσ )
carnale (επίθ.)
carnalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---