Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarioplàsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,karjoˈplazma] 1 πρωτόπλασμα πυρήνα 2 πυρηνόπλασμα 3 νουκλεόπλασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |