Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcariocinèsi, cariocìnesi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karjoʧiˈnɛzi], [karjoˈʧinezi] 1 καρυοκίνησις 2 καρυωτική κίνηση 3 πυρηνοκινησία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |