Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkariko]

το φορτίο

càrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkariko]

1 (caricato) φορτωμένος (-η, -ο)
2 (fucile) γεμάτος (-η, -ο)
3 (orologio) κουρδισμένος (-η, -ο)
4 (batteria) φορτισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carice Cariddi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caricatrice (θηλ.ουσ)
caricatura (θηλ.ουσ)
caricaturale (επίθ.)
caricaturista (ουσ αρσ και θηλ.)
carice (θηλ.ουσ)
carico (ουσ αρσ )
carico (επίθ.)
Cariddi (ουσ αρσ )
carie (θηλ.ουσ)
carillon (ουσ αρσ )
carino (επίθ.)
cariocinesi (θηλ.ουσ)
cariocinetico (επίθ.)
carioplasma (ουσ αρσ )
cariosside (θηλ.ουσ)
carisma (ουσ αρσ )
carismatico (αρσ. επίθ και ουσ)
carissimo (επίθ.)
carità (θηλ.ουσ)
caritatevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---