Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caricatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karikaˈtura]

η καρικατούρα, η γελιογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caricatrice caricaturale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caricamento (ουσ αρσ )
caricare (ρ. μτβ.)
caricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
caricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
caricatrice (θηλ.ουσ)
caricatura (θηλ.ουσ)
caricaturale (επίθ.)
caricaturista (ουσ αρσ και θηλ.)
carice (θηλ.ουσ)
carico (ουσ αρσ )
carico (επίθ.)
Cariddi (ουσ αρσ )
carie (θηλ.ουσ)
carillon (ουσ αρσ )
carino (επίθ.)
cariocinesi (θηλ.ουσ)
cariocinetico (επίθ.)
carioplasma (ουσ αρσ )
cariosside (θηλ.ουσ)
carisma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---