caricatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [karikaˈtore]
1 αποστολέας αγαθών
2 μεταφορέας εμπορευμάτων
3 φορτωτήρας
4 φορτωτής
5 γεμιστήρας με σφαίρες
6 συσκευή ή διάταξη γεμίσματος
7 ναυλωτής
8 θήκη σλάιντς
9 κασέτα φιλμ
10 πυριτιδαποθήκη
11 αποθηκευμένα υλικά
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [karikaˈtore]
1 αποστολέας αγαθών
2 μεταφορέας εμπορευμάτων
3 φορτωτήρας
4 φορτωτής
5 γεμιστήρας με σφαίρες
6 συσκευή ή διάταξη γεμίσματος
7 ναυλωτής
8 θήκη σλάιντς
9 κασέτα φιλμ
10 πυριτιδαποθήκη
11 αποθηκευμένα υλικά
permalink
caricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android