Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caricaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karikaˈmento]

1 γέμισμα
2 γόμωση
3 βάρος
4 κούρντισμα
5 επιβάρυνση
6 φορτίο
7 εκρηκτικό γεμίσματος (όπλου κλπ)
8 επιφόρτιση
9 έναυσμα
10 φόρτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caricafieno caricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caribù (ουσ αρσ )
carica (θηλ.ουσ)
caricabatteria (ουσ αρσ )
caricabatterie (ουσ αρσ )
caricafieno (ουσ αρσ )
caricamento (ουσ αρσ )
caricare (ρ. μτβ.)
caricarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
caricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
caricatrice (θηλ.ουσ)
caricatura (θηλ.ουσ)
caricaturale (επίθ.)
caricaturista (ουσ αρσ και θηλ.)
carice (θηλ.ουσ)
carico (ουσ αρσ )
carico (επίθ.)
Cariddi (ουσ αρσ )
carie (θηλ.ουσ)
carillon (ουσ αρσ )
carino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---