ItalianoGreco


caricaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karikaˈmento]

1 γέμισμα
2 γόμωση
3 βάρος
4 κούρντισμα
5 επιβάρυνση
6 φορτίο
7 εκρηκτικό γεμίσματος (όπλου κλπ)
8 επιφόρτιση
9 έναυσμα
10 φόρτωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---