ItalianoGreco


caricàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kariˈkare]

1 φορτώνω
2 (orologio) κουρδίζω
3 (batteria) φορτίζω

caricàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kariˈkarsi]

1 επιβαρύνομαι
2 ανυψώνω (με τροχαλία ή βίντζι κλπ)
3 υπερφορτώνομαι
4 ανεβάζω (με σκοινιά κλπ)
5 συγκεντρώνω όλες μου τις δυνάμεις
6 ετοιμάζομαι για αποδοτική λειτουργία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---