Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infervoràre (ρ. μτβ.) infiammàbile (επίθ.)
infervorarsi (ρ.μ. (αντων.)) infiammabilità (θηλ.ουσ)
infervoràto (επίθ.) infiammàre (ρ. μτβ.)
infestaménto (ουσ αρσ ) infiammàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infestànte (επίθ.) infiammàto (επίθ.)
infestàre (ρ. μτβ.) infiammatòrio (επίθ.)
infestazióne (θηλ.ουσ) infiammazióne (θηλ.ουσ)
infèsto (επίθ.) infiascàre (ρ. μτβ.)
infettàre (ρ. μτβ.) infiascatùra (θηλ.ουσ)
infettarsi (ρ.μ. (αντων.)) infibulazióne (θηλ.ουσ)
infettatóre (αρσ. επίθ και ουσ) inficiàre (ρ. μτβ.)
infettìvo (επίθ.) infìdo (επίθ.)
infètto (επίθ.) infierìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infeudaménto (ουσ αρσ ) infìggere (ρ. μτβ.)
infeudàre (ρ. μτβ.) infiggersi (ρ.μ. (αντων.))
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.)) infilacàpi (ουσ αρσ )
infeudazióne (θηλ.ουσ) infilanàstri (ουσ αρσ )
infezióne (θηλ.ουσ) infilàre (ρ. μτβ.)
infiacchiménto (ουσ αρσ ) infilàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
infiacchìre (ρ.αμτβ.) infilàta (θηλ.ουσ)
infiacchìre (ρ. μτβ.) infilatùra (θηλ.ουσ)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.)) infiltraménto (ουσ αρσ )
infiacchìto (επίθ.) infiltràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infialàre (ρ. μτβ.) infiltrazióne (θηλ.ουσ)
infialettàre (ρ. μτβ.) infilzaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: