Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiacchìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infjakˈkito]

1 εξασθενημένος
2 αδύνατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiacchirsi infialare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)
infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)
infiascatura (θηλ.ουσ)
infibulazione (θηλ.ουσ)
inficiare (ρ. μτβ.)
infido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---