Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infiacchìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infjakˈkire]

1 ατονώ
2 εξαντλούμαι
3 εξασθενώ

infiacchìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infjakˈkire]

1 αδυνατίζω
2 προκαλώ εξάντληση
3 φέρνω εξάντληση

infiacchirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infjakˈkirsi]

1 ατονώ
2 εξασθενώ
3 εξαντλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infiacchimento infiacchito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infeudare (ρ. μτβ.)
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.))
infeudazione (θηλ.ουσ)
infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)
infiammazione (θηλ.ουσ)
infiascare (ρ. μτβ.)
infiascatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---