Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfeudazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [infewdatˈtsjone] μετατροπή σε φέουδο (χρησιμοποίησε καλύτερα το infeudamento) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |