Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infeudazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infewdatˈtsjone]

μετατροπή σε φέουδο (χρησιμοποίησε καλύτερα το infeudamento)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infeudarsi infezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infettivo (επίθ.)
infetto (επίθ.)
infeudamento (ουσ αρσ )
infeudare (ρ. μτβ.)
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.))
infeudazione (θηλ.ουσ)
infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)
infialare (ρ. μτβ.)
infialettare (ρ. μτβ.)
infiammabile (επίθ.)
infiammabilità (θηλ.ουσ)
infiammare (ρ. μτβ.)
infiammarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infiammato (επίθ.)
infiammatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---