Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfètto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈfɛtto] 1 διεφθαρμένος 2 υφιστάμενος ρύπανση 3 μολυσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |