Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infetˈtare]

μολύνω

infettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infetˈtarsi]

1 διαφθείρομαι
2 εκφυλίζομαι
3 εξαχρειώνομαι
4 μολύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infesto infettatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infestamento (ουσ αρσ )
infestante (επίθ.)
infestare (ρ. μτβ.)
infestazione (θηλ.ουσ)
infesto (επίθ.)
infettare (ρ. μτβ.)
infettarsi (ρ.μ. (αντων.))
infettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
infettivo (επίθ.)
infetto (επίθ.)
infeudamento (ουσ αρσ )
infeudare (ρ. μτβ.)
infeudarsi (ρ.μ. (αντων.))
infeudazione (θηλ.ουσ)
infezione (θηλ.ουσ)
infiacchimento (ουσ αρσ )
infiacchire (ρ.αμτβ.)
infiacchire (ρ. μτβ.)
infiacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
infiacchito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---